- ἐπιρρευματίζομαι
- ἐπιρρευμᾰτ-ίζομαι,A have a further flow of morbid humours, Gal. 19.664.II. have a further attack of rheumatism, Alex.Trall. 12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιρρευματίζομαι — ἐπιρρευματίζομαι (Α) [ρευματίζομαι] προσβάλλομαι για δεύτερη φορά από συρροή νοσηρών χυμών («ἐάν ἔτι ἐπιρρευματίζηται ὁ νεφρός», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ἐπιρρευματιζομένους — ἐπιρρευματίζομαι have a further flow pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρευματισθῆναι — ἐπιρρευματίζομαι have a further flow aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρευματίζηται — ἐπιρρευματίζομαι have a further flow pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρευματίζονται — ἐπιρρευματίζομαι have a further flow pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)